''Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια...''



 Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, υπήρχε ένα όμορφο και μεγαλόπρεπο σπίτι με μία ολόχρυση πόρτα. Απέναντι από το σπίτι ζούσε ένα μικρό αγοράκι. Επειδή η μητέρα του δούλευε όλη μέρα, περνούσε πολλές ώρες στην αυλή με τη γιαγιά του.

Μία ημέρα τη ρώτησε, «Γιαγιά, έχεις μπει ποτέ σε αυτό το σπίτι;»

«Όχι, παιδί μου», του απαντάει η γιαγιά. «Υπάρχει ένας μύθος γι’ αυτό το σπίτι. Δεν ξέρω κάποιον που μπόρεσε να μπει. Πολλοί προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη. Λένε γι’αυτό το σπίτι: ‘Πόρτα κρυφή, πόρτα μαλαματένια’. Η πόρτα φαίνεται αλλά κανείς δεν μπόρεσε να την ανοίξει. Λένε ότι μέσα έχει θησαυρό. Κανείς όμως δεν τον έχει δει.»

Μετά από αυτά τα λόγια της γιαγιάς το παιδάκι άρχισε να παρακολουθεί τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα.

Μία μέρα βλέπει έναν άντρα να χτυπάει την πόρτα με μανία. Πρώτα με σφυρί, μετά με τσεκούρι. Η πόρτα δεν άνοιγε. Στο τέλος, τα εργαλεία του χάλασαν και έσπασε και τα δυο του χέρια.

Παρά τα χτυπήματα, η πόρτα την άλλη μέρα ήταν το ίδιο όμορφη όπως πρώτα.

Μία άλλη μέρα, βλέπει μία γυναίκα να προσπαθεί να ξεκλειδώσει την πόρτα με ένα σύρμα. Προσπαθούσε ώρες πολλές, μάταια όμως. Η πόρτα δεν άνοιγε. Η γυναίκα έφυγε ουρλιάζοντας από το κακό της. Γύρισε μετά από λίγο με έναν κουβά πίσσα και άδειασε τον κουβά πάνω στην πόρτα. Το παιδάκι στενοχωρήθηκε γιατί δε θα ξαναέβλεπε την όμορφη πόρτα να λάμπει. Ήταν τώρα κατάμαυρη.

Την άλλη μέρα το παιδάκι, λίγο διστακτικά, κοίταξε από το παράθυρό του την πόρτα. Με έκπληξη είδε ότι η πόρτα ήταν το ίδιο όμορφη όπως πρώτα.

Λίγο αργότερα, είδε δύο άντρες μπροστά από το σπίτι να συζητούν χαμηλόφωνα. Είδε τον ένα άντρα να σπάει το κλειστό παντζούρι του παραθύρου και να μπαίνει στο σπίτι. Ο άλλος άντρας χοροπηδούσε από χαρά. Χτυπούσε την πόρτα και φώναζε στον άλλο άντρα να του ανοίξει να μπει. Πέρασαν ώρες πολλές και η πόρτα δεν άνοιγε. Ο άντρας που ήταν έξω φοβήθηκε. Κατάλαβε ότι ο φίλος του χάθηκε και έφυγε τρέχοντας. Το παιδάκι στενοχωρήθηκε για το σπασμένο παντζούρι στο πανέμορφο σπίτι.

Την άλλη μέρα, το σπασμένο παντζούρι δεν υπήρχε, το σπίτι ήταν το ίδιο όμορφο όπως πρώτα.

Μία μέρα λοιπόν, το παιδάκι πήρε την απόφαση να πλησιάσει το σπίτι και να θαυμάσει την όμορφη, ολόχρυση πόρτα. Μόλις την είδε το παιδάκι από κοντά είπε: «Μα τι όμορφη πόρτα!» και τη χάιδεψε με το μικρό του χεράκι.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε! Διστακτικά το παιδάκι μπήκε μέσα. Ήθελε να μπει αλλά φοβόταν μήπως η πόρτα κλείσει πίσω του και δεν μπορέσει να ξαναβγεί ποτέ. Τελικά αποφάσισε να προχωρήσει. Κοίταζε γύρω του αποσβολωμένος. Το σπίτι ήταν τόσο, μα τόσο όμορφο. Σε μια γωνία είδε έναν παππού με καλοκάγαθο πρόσωπο.

«Έλα, παιδί μου», του είπε. «Έλα, να καθίσεις».

Το παιδάκι κάθισε δίπλα στον παππού. Αμέσως ένιωσε άνετα, δε φοβόταν πια.

«Παππού, να σε ρωτήσω κάτι;», είπε το παιδάκι.

«Βέβαια, παιδί μου», είπε ο παππούς.

«Πώς μπήκα στο σπίτι;», ρώτησε το παιδάκι. «Η πόρτα άνοιξε μόνη της.»

«Φυσικά, παιδί μου», είπε ο παππούς. «Η πόρτα αυτή είναι η πόρτα της καρδιάς και το κλειδί που την ανοίγει είναι η καλοσύνη. Η καρδιά σου είναι αγνή, γι’ αυτό μπόρεσες να μπεις.»

«Να ρωτήσω και κάτι ακόμη;», είπε το παιδάκι.

«Φυσικά, παιδί μου», είπε ο παππούς.

«Τις προάλλες είδα έναν άντρα να χτυπάει την πόρτα με σφυρί και τσεκούρι και η πόρτα δεν άνοιγε. Πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε το παιδάκι.

«Η καρδιά παιδί μου σκληραίνει όταν τη χτυπούν και την πονάνε», απάντησε ο παππούς.

«Και προχτές μία γυναίκα έριξε πίσσα στην πόρτα και ενώ, στην αρχή η πόρτα ήταν κατάμαυρη, την άλλη μέρα έγινε ολόχρυση όπως και πρώτα. Πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε το παιδάκι.

«Η καρδιά μαυρίζει από τη στενοχώρια της όταν της φέρονται άσχημα. Η καλή καρδιά όμως λάμπει πάντα. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί την καταστρέψει όσο και αν προσπαθεί», απάντησε ο παππούς.

«Και παππού, μία μέρα ένας άντρας μπήκε από το παράθυρο στο σπίτι και χάθηκε. Πώς έγινε αυτό;», ρώτησε το παιδάκι.

«Την καρδιά παιδί μου δεν μπορείς να την προσεγγίσεις διαφορετικά. Πρέπει να μιλήσεις στην ίδια. Η καρδιά όμως μόνο νιώθει. Δεν ξέρει άλλη γλώσσα και δεν υπάρχει άλλος δρόμος», απάντησε ο παππούς.

«Και κάτι ακόμη παππού», είπε το παιδάκι. «Η πόρτα είναι ακόμη ανοιχτή και μπορώ να φύγω. Γιατί δεν έκλεισε;».

«Γιατί η καρδιά παιδί μου είναι γεμάτη αγάπη και η αγάπη δε φυλακίζει. Η καρδιά είναι ένα ζεστό σπίτι που σε κάνει να νιώθεις όμορφα», απάντησε ο παππούς.

«Ήταν τόσο εύκολο να μπω στο σπίτι. Γιατί οι άλλοι δεν μπορούσαν;», είπε το παιδάκι.

«Φυσικά και είναι εύκολο παιδί μου. Μα εμείς οι ίδιοι βάζουμε εμπόδια όταν σκεφτόμαστε με κακία και η καρδιά μας δεν είναι αγνή», είπε τέλος ο παππούς.

Αυτή λοιπόν είναι η «πόρτα η κρυφή, η πόρτα η μαλαματένια …»

της Χριστίνας Λάιου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου