Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
(Β´ Κορ. θ´ 6-11)
Αδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿εὐλογίαις καὶ θερίσει. ῞Εκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «᾿Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». ῾Ο δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Απόδοση:
Αδελφοί, ὅποιος σπέρνει μὲ φειδώ, θὰ ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα, ἡ σοδειά του θὰ εἶναι ἄφθονη. ῾Ο καθένας ἂς δώσει ὅ,τι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρὶς νὰ στενοχωριέται ἢ νὰ ἐξαναγκάζεται, γιατὶ «ὁ Θεὸς ἀγαπάει αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ εὐχαρίστηση». ῾Ο Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νὰ εἶστε πάντοτε σὲ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καὶ νὰ δίνετε μὲ τὸ παραπάνω γιὰ κάθε καλὸ σκοπό. Τὸ λέει κι ἡ Γραφή· Σκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θὰ διαρκεῖ αἰώνια. Κι αὐτὸς ποὺ δίνει στὸν σποριὰ τὸν σπόρο καὶ τὸ ψωμὶ γιὰ νὰ τραφεῖ, θὰ δώσει καὶ θὰ πληθύνει καὶ τὸν δικό σας σπόρο καὶ θὰ αὐξήσει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας. ῾Ο Θεὸς θὰ σᾶς κάνει πλούσιους σὲ ὅλα, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοὶ ποὺ θὰ πάρουν ἀπὸ μᾶς τὴ δική σας εἰσφορά, θὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. η´ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ᾿Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ῞Ηψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ῾Η παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν ᾿Ιάειρο καὶ ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιατὶ εἶχε μιὰ μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, ποὺ ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε πρὸς τὸ σπίτι, τὰ πλήθη τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. Κάποια γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ξοδέψει ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς γιατρούς, χωρὶς κανένας νὰ μπορέσει νὰ τὴν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπὸ τὸν ᾿Ιησοῦ, ἄγγιξε τὴν ἄκρη στὸ ροῦχο του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ᾿Ενῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦταν μαζί του ἔλεγαν· «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καὶ σὲ πιέζουν, κι ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως εἶπε· «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, γιατὶ ἐγὼ ἔνιωσα νὰ βγαίνει ἀπὸ μένα δύναμη». Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν ξέφυγε τὴν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο τοῦ εἶπε γιὰ ποιὰ αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. ᾿Εκεῖνος τῆς εἶπε· «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε· πήγαινε στὸ καλό». ᾿Ενῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καὶ τοῦ λέει· «῾Η κόρη σου πέθανε· μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν δάσκαλο». ῞Οταν τὸ ἄκουσε ὁ ᾿Ιησοῦς, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθεῖ». Φτάνοντας στὸ σπίτι, δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο, τὸν ᾿Ιωάννη καὶ τὸν ᾿Ιάκωβο, καθὼς καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. ῞Ολοι ἔκλαιγαν καὶ τὴ θρηνολογοῦσαν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». ᾿Εκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, βέβαιοι πὼς εἶχε πεθάνει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε δυνατά· «Κορίτσι, σήκω!» Τὸ πνεῦμα της ἐπέστρεψε κι αὐτὴ ἀμέσως σηκώθηκε. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. ᾿Εκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τί εἶχε γίνει.
(Β´ Κορ. θ´ 6-11)
Αδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿εὐλογίαις καὶ θερίσει. ῞Εκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «᾿Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». ῾Ο δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Απόδοση:
Αδελφοί, ὅποιος σπέρνει μὲ φειδώ, θὰ ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα, ἡ σοδειά του θὰ εἶναι ἄφθονη. ῾Ο καθένας ἂς δώσει ὅ,τι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρὶς νὰ στενοχωριέται ἢ νὰ ἐξαναγκάζεται, γιατὶ «ὁ Θεὸς ἀγαπάει αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ εὐχαρίστηση». ῾Ο Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νὰ εἶστε πάντοτε σὲ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καὶ νὰ δίνετε μὲ τὸ παραπάνω γιὰ κάθε καλὸ σκοπό. Τὸ λέει κι ἡ Γραφή· Σκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θὰ διαρκεῖ αἰώνια. Κι αὐτὸς ποὺ δίνει στὸν σποριὰ τὸν σπόρο καὶ τὸ ψωμὶ γιὰ νὰ τραφεῖ, θὰ δώσει καὶ θὰ πληθύνει καὶ τὸν δικό σας σπόρο καὶ θὰ αὐξήσει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας. ῾Ο Θεὸς θὰ σᾶς κάνει πλούσιους σὲ ὅλα, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοὶ ποὺ θὰ πάρουν ἀπὸ μᾶς τὴ δική σας εἰσφορά, θὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. η´ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ᾿Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ῞Ηψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ῾Η παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν ᾿Ιάειρο καὶ ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιατὶ εἶχε μιὰ μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, ποὺ ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε πρὸς τὸ σπίτι, τὰ πλήθη τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. Κάποια γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ξοδέψει ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς γιατρούς, χωρὶς κανένας νὰ μπορέσει νὰ τὴν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπὸ τὸν ᾿Ιησοῦ, ἄγγιξε τὴν ἄκρη στὸ ροῦχο του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ᾿Ενῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦταν μαζί του ἔλεγαν· «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καὶ σὲ πιέζουν, κι ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως εἶπε· «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, γιατὶ ἐγὼ ἔνιωσα νὰ βγαίνει ἀπὸ μένα δύναμη». Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν ξέφυγε τὴν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο τοῦ εἶπε γιὰ ποιὰ αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. ᾿Εκεῖνος τῆς εἶπε· «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε· πήγαινε στὸ καλό». ᾿Ενῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καὶ τοῦ λέει· «῾Η κόρη σου πέθανε· μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν δάσκαλο». ῞Οταν τὸ ἄκουσε ὁ ᾿Ιησοῦς, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθεῖ». Φτάνοντας στὸ σπίτι, δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο, τὸν ᾿Ιωάννη καὶ τὸν ᾿Ιάκωβο, καθὼς καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. ῞Ολοι ἔκλαιγαν καὶ τὴ θρηνολογοῦσαν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». ᾿Εκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, βέβαιοι πὼς εἶχε πεθάνει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε δυνατά· «Κορίτσι, σήκω!» Τὸ πνεῦμα της ἐπέστρεψε κι αὐτὴ ἀμέσως σηκώθηκε. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. ᾿Εκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τί εἶχε γίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου