Άγιος Παναγής Μπασιάς



 Άγιος Παναγής Μπασιάς:

Μικρὸς τόπος τὸ Ληξοῦρι. Ντόπιος ὁ παπᾶ-Παναγῆς. Ἐγνώριζε μὲ ἀκρίβεια τοὺς κατοίκους καὶ τὶς ἀνάγκες των, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, τὶς ὁποῖες καὶ προλάβαινε.

Α. Ἀναφέρεται ὅτι μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα, κάποιος φτωχὸς ἱερεύς, εἶχε ἑτοιμόγενη τὴν πρεσβυτέρα του, ἀλλὰ δὲν εἶχε χρήματα γιὰ τὰ ἀναγκαία τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν θέρμανσι.
Σὲ αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς δυσκολίας, κτυπάει ἡ θύρα καὶ ἐμφανίζεται ὁ παπᾶ-Παναγῆς καὶ τοῦ προσφέρει ἕξι μεξικάνικα τάλληρα καὶ τοῦ λέει: Πήγαινε νὰ ἀγοράσεις ὅ,τι ἔχεις ἀνάγκη. Αὐτὴν τὴν ὥρα τρέχει νὰ βρεῖ ἀνοικτὸ μαγαζί. Καὶ πράγματι βρίσκει κάποιον, καὶ τοῦ δίνει τὸ τάλληρο.
Ὁ μαγαζάτορας ἔκπληκτος ἀναγνωρίζει ὅτι τὸ τάλληρο ἦταν δικό του. Καὶ ὁμολογοῦσε μὲ ἀπορία πῶς ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἐγνώριζε τὴν κρύπτη καὶ τὰ πῆρε, ποὺ μόνος αὐτὸς γνώριζε. Ἀλλὰ ἦταν καὶ στενοχωρημένος, διότι τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἔπαιρνε, εἶπε στὸν ἰδιοκτήτη ὅτι πρέπει νὰ προετοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ νὰ κοινωνήση, διότι πιθανὸν σὲ δέκα μέρες νὰ μὴν ὑπάρχει στὴν ζωή. Πράγματι, ὕστερα ἀπὸ δεκαπέντε μέρες, προετοιμασμένος ὅμως ὁ παντοπώλης ἐκοιμήθη.
Ἄς σημειωθῆ, ὅτι ἦταν τόσο τὸ κῦρος τοῦ παπᾶ-Παναγῆ, ὥστε κανεὶς δὲν τὸν ἠμπόδιζε νὰ πάρει ὅ,τι ἤθελε. Τὸ θεωροῦσαν εὐλογία νὰ μπεῖ στὸ σπίτι ἤ στὸ κατάστημα. Ποιος μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν φλογερὴ ἀγάπη του.

Β..Κάποιος κρεοπώλης, πῆγε στὴν στάνη ἑνὸς τσοπάνου καὶ ἀγόρασε τὰ ἀρνιά του. Μὲ ἐπιτηδειότητα πέταξε ἀζύγιαστα πρὸς τὸ μέρος του δύο ἀρνιά, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆ ὁ βοσκός. Ὅταν γύρισε στὸ Ληξοῦρι, ἔρχεται ὁ παπᾶ-Παναγῆς καὶ λέει στὸν κρεοπώλη: Πιάσε αὐτὸ καὶ αὐτὸ τὸ ἀρνί· καὶ τοῦ ἔδειξε τὰ κλεμμένα. Τὰ ἔχασε ὁ κρεοπώλης. Τὸν διέταξε νὰ σφάξη τὰ ἀρνιά, καὶ νὰ μοιράσει τὸ κρέας δωρεὰν στοὺς πτωχούς, διότι αὐτὰ δὲν τὰ ζύγιασε, οὔτε τὰ πλήρωσε, καὶ δὲν τοῦ ἀνῆκαν. Ὡμολόγησε τὴν κλεψιὰ ὁ κρεοπώλης καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε.

Γ. Ὁ Μητροπολίτης (πιθανὸν ὁ Σπυρίδων Κοντομίχαλος), ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα ἑτοιμαζόταν νὰ πάη τὴν ἑπομένη στὸ Ληξούρι νὰ συναντήση τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ, νὰ συζητήση καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ. Εἶπε στὸν συνοδό του, πρωί πρωί, νὰ βρίσκεται στὴν μητρόπολι, διότι θὰ πάνε κάπου χωρὶς νὰ τοῦ προσδιορίση τὸν τόπο. Πέρασε ἡ βραδυά. Λίγο πρὶν ξημερώσει, χτυπὰ ἡ θύρα τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ ἐμφανίζεται ὁ ἱερεὺς Παναγῆς Μπασιᾶς. Βάζει μετάνοια στὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λέει: Νὰ ἦρθα. Δὲν εἶναι σωστό, ὁ Ἀρχιερέας νὰ πηγαίνη στὸν ἱερέα, ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς στὸν Ἀρχιερέα. Τί μὲ θέλεις;

Δ. Τὸ 1850 φοβερὴ ἐπιδημία χολέρας ἔπεσε στὸ Ληξοῦρι. Φόβος καὶ τρόμος εἶχε καταλάβει τοὺς ζωντανούς, διὰ τοὺς χολερικοὺς πεθαμένους. Εἰδικὰ συνεργεῖα ἔπεραν τοὺς νεκρούς, καὶ τοὺς ἔθαπταν στὰ Λέπεδα στὴν Ἅγία Ἄννα. Ποῦ λόγος γιὰ κηδεία αὐτὲς τὶς ὥρες στοὺς χριστιανούς. Ἀγώνας νὰ φύγη τὸ θανατικὸ ἀπὸ ἀνάμεσά τους. Νὰ ὅμως καὶ ἕνας ποὺ στάθηκε κοντὰ στοὺς χολεριῶντας. Ὁ παπᾶ-Παναγῆς. Ὅσους μποροῦσε τοὺς ἔψαλλε τὴν νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν. Ὅσους δὲν πρόφταινε πήγαινε τὴν νύκτα μὲ τὸ λαδοφάναρό του καὶ διάβαζε στὰ μνήματα τὸ νεκρώσιμον τρισάγιον. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀστυνομικοὺς βλέποντας τὸ φῶς, νόμισαν πὼς εἶναι τυμβωρύχοι καὶ φύλαξαν νὰ τοὺς συλλάβουν. Τί ἔκπληξις ὅμως σὲ αὐτοὺς ὅταν ἀντίκρυσαν τὸν παπᾶ-Παναγῆ μὲ τὸ πετραχήλι νὰ προσεύχεται διὰ τοὺς κοιμηθέντας χριστιανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου