Στὴ μέση τῆς ἐρήμου







Μὲ αὐτὸν τὸν τίτλο κατέθεσε σὲ βιβλίο πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια τὴν ἐμπειρία της μία Ἀμερικανοεβραία, ἡ Μάρτζορυ Κόρμπμαν, ἡ ὁποία σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία. Λίγο πρὶν βαπτιστεῖ ἔγραφε: «Εἶναι εὔκολο νὰ μᾶς καταδικάζετε γιὰ τὸ ὅτι δὲν πιστεύουμε σὲ τίποτε καὶ γιὰ τὴν ἐκτὸς ἐλέγχου συμπεριφορά μας. Οἱ ἄνοστες ἰδεολογίες καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ λογικὴ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν πιά. Δὲν πιστεύουμε στὶς ἁπλὲς ἀπαντήσεις. Θέλουμε κάτι περισσότερο. Τὰ θέλουμε ὅλα. Θέλουμε ὄχι κάτι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ ἀναλύσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Ἀναζητοῦμε τὴν προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν πιστεύουμε στὴ φτηνὴ εὐτυχία, στὸ λίγο καλύτερο, στὶς μέτριες χαρές. Ἢ ὅλα ἢ τίποτε! Κι ἂν τώρα ἔχουμε κολλήσει στὸ τίποτε, εἶναι ἀκριβῶς γιατί περιμένουμε τὸ ὅλα!»

Εἶναι συγκλονιστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει τὴ φλογερὴ δίψα της γιὰ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Ὅταν πιὰ ξεδίψασε μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μπαίνοντας συνειδητὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ δύο λόγια περιγράφει τί ἔνιωσε: «Ἤμουν νεκρὴ καὶ ξανάζησα. Ἤμουν χαμένη καὶ βρέθηκα». Καὶ καταλήγει ἐπαληθεύοντας τὴν προφητεία τοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτοὺς ποὺ χορταίνουν τὸ ζωντανὸ νερό: «Τώρα, ὅταν μιλάω στοὺς συνομηλίκους μου μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ξεραΐλα τῶν ἐρήμων καὶ νὰ στραφοῦν στὶς πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, παρατηρῶ ὅτι ἀκοῦνε μὲ ἔνταση καὶ προσοχή. Ἐνδιαφέρονται μὲ γνησιότητα γιὰ τὸν Θεό. Τὸν περιμένουν».

Πόσες ψυχὲς «ὡς γῆ ἄνυδρος» περιμένουν νὰ ξεδιψάσουν ἀπὸ τὴ δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ σταλάζει πλούσια ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὰ λόγιά μας, ἀφοῦ σὲ κάθε θεία Λειτουργία χορταίνουμε ἀπὸ τὴν «χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Β\’ Κορ. 13,13)!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου