Μιά μέρα ένας ιερομόναχος διαβάζοντας πολλά ονόματα κουράστηκε και αναρωτήθηκε: Άραγε σώζονται αυτοί τους οποίους μνημονεύω;
Νοιώθουνε τίποτε;
Άραγε ο θεός με ακούει τώρα που προσεύχομαι και μνημονεύω όλους αυτούς τους ζωντανούς και τους κεκοιμημένους;
Βοηθούνται άραγε οι άνθρωποι;
Την ώρα εκείνη, όπως ήταν κουρασμένος, στηρίχθηκε στο στασίδι του, έκλεισε λίγο τα μάτια του, και ανάμεσα σε ύπνο και ξύμνιο, σε μιά εγρήγορση του νου του αλλά και κόπωση της σάρκας, σηκώνει τα μάτια επάνω και βλέπει, βλέπει…
Πω, πω,! Τι γίνεται εκεί; Πνεύματα κεκοιμημένων αναρίθμητα και μαζί με αυτά και οι άγιοι, μαζί και άγγελοι.
Και μπροστά, μπροστά στον θρόνο του Χριστού η Υπεραγία Θεοτόκος με το ωραιότατο ένδυμά της, με το πρόσωπό της φωτεινό έδειχνε τα πνεύματα, κοιτούσε τον Χριστό, και του έλεγε:
''Υιέ μου και Θεέ μου, για όλους αυτούς εγώ μεσιτεύω. Δέξου τις φωνές της αγίας Εκκλησίας σου''. Και τότε όλοι οι νεκροί άρχισαν να ψάλλουν: “Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία… ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών”
….Άς φωνάζομε, ας παρακαλούμε τον Θεό για μάς και τους νεκρούς μας. Και να ξέρετε, οι νεκροί μας, όταν προσευχόμαστε συνεχώς, πλησιάζουν πιο κοντά στον Θεό και φθάνουν εν τέλει στην δόξα, εφόσον δεν Τον αρνούνται.
ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου