Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ο τοίχος τού κελλιού μου...


«... Αν καί δέν νύσταζα, είπα νά ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στά πόδια. Παίρνει νά φωτίζη. Δέν είχα κοιμηθή.

Σέ μιά στιγμή σάν νά χάθηκε ο τοίχος τού κελλιού μου βλέπω τόν Χριστό μέσα στό φώς, σέ απόσταση έξι μέτρα περίπου. Τόν  έβλεπα από τό πλάϊ. Τά μαλλιά του ήταν ξανθά καί τά μάτια του γαλανά. Δέν μού μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. Δέν έβλεπα μέ τά σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμμιά διαφορά δέν έχει. Έβλεπαν τά μάτια τής ψυχής.

Όταν Τόν είδα σκέφθηκα: Πώς μπόρεσαν νά φτύσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- νά ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν νά μπήξουν καρφιά σ αυτό τό σώμα; Πά! πά! πά! Απόμεινα! Τί γλυκύτητα ένιωθα! Τί αγαλλίαση! Δέν μπορώ νά εκφράσω μέ δικά μου λόγια τήν  ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό πού λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρά τούς υιούς τών ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δέν έχω δει ποτέ τέτοια εΙκόνα Του. Μόνο μία κάποτε -δέν θυμάμαι πού- έμοιαζε κάπως. Θα άξιζε νά αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια γιά νά δή αυτή τήν ομορφιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου