Πασχαλινή Εγκύκλιος Σεβασμιωτατου Μητροπολίτου Πειραιως κ.Σεραφειμ


Αδελφοί προσφιλέστατοι και τέκνα εν Κυρίω ηγαπημένα,
Χριστός Ανέστη!

Τάφος και ζωή, θάνατος και ανάστασις είναι έννοιες αντίθετες και αντιφατικές. Αυτό τουλάχιστον λέγει η μαθηματική λογική μας, αυτό επιβεβαιώνει και η κοσμική εμπειρία μας. Καί είναι φυσικό να σκέπτεται έτσι ο άνθρωπος, όταν ως κριτήρια παίρνει τον κόσμο και τα του κόσμου και όχι την παντοδυναμία, την ελευθερία και την αγάπη του Θεού, που προϋπάρχουν του κόσμου και του ανθρώπου.
Όμως αυτήν ακριβώς την αλλαγή μας καλεί η Εκκλησία να κάνουμε, πίνοντας το καινούργιο πιοτό της Πασχαλινής εμπειρίας.

Ο κόσμος, ως δημιούργημα του Θεού, είναι αντικείμενο απολύτου αγάπης, γιατί υπήρξε προιόν απολύτου ελευθερίας. Ποιός, λοιπόν, μπορεί να θέσει όρια και φραγμούς σε μια απόλυτη, σε μια ελεύθερη αγάπη, και μάλιστα όταν πρόκειται για την αγάπη του Θεού;
Τι είναι η πείρα μας και η λογική μας μπροστά στην άβυσσο της αγάπης του Θεού;

Αυτή η Αγάπη ενσαρκώθηκε για να την ψηλαφήσομε. Αυτή η Αγάπη εσταυρώθηκε για να την κοινωνήσομε «λύτρον αντί πολλών». Αυτή η Αγάπη αναστήθηκε για να ξανασυνάξει στο Πασχαλινό τραπέζι όλα τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού.
Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτή την ανήκουστη κοσμογονία της Αγάπης, όσο σκοτάδι και αν έχει ακόμη η ζωή μας, η Εκκλησία τονίζει ύμνο παναρμόνιο :
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια˚ εορταζέτω γούν πάσα κτίσις, την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται».

Αδελφοί μου, η Ανάσταση του Χριστού υψώνεται ως ύστατο σημείο αναφοράς και ελπίδας για όλο τον κόσμο, αδιάφορο αν τελικά την Ανάσταση προσκυνούν μονάχα οι πιστοί. Ασφαλώς δεν είναι χωρίς σημασία το ότι καλούνται να προσκυνήσουν την «του Χριστού αγίαν Ανάστασιν πάντες οι πιστοί». Όμως αυτό γίνεται όχι γιατί η Εκκλησία αποκλείει και καταδικάζει τους μη πιστούς. Αλλά γιατί οι άπιστοι έχουν μόνοι τους κόψει τις γέφυρες προς τον δοτήρα της ζωής και προς την πηγή του ζώντος ύδατος.

Ποιοί όμως είναι οι πιστοί και ποιοί οι άπιστοι; Τι είναι το χαρακτηριστικό που τους ξεχωρίζει;
Μιά απλή αλλά προσεκτική εμβάθυνση στο φαινόμενο της πίστεως και της απιστίας μας πείθει ότι οι πιστοί πολλές φορές δεν είναι καλύτεροι μήτε συνεπέστεροι από τους απίστους. Γιατί και οι πιστοί πολλές φορές λιποψυχούν συχνά στην καθημερινή βιοπάλη, αμαρτάνουν και υποκρίνονται όχι σπάνια, όμοια με τους άλλους ανθρώπους, σαν να μην είχε, τουλάχιστόν γι’ αυτούς, αποκαλυφθεί τελεσίδικα το θέλημα το άγιο και ο νόμος του Θεού ο απαράβατος.

Από το άλλο πάλι μέρος, υπάρχουν άνθρωποι που δεν τόλμησαν ποτέ να κατατάξουν τον εαυτό τους στους «πιστούς», κι όμως η ζωή τους ήταν απαράμιλλη σε συνέπεια, εντιμότητα και ειλικρίνεια, που ασφαλώς θα μπορούσαν πολλοί πιστοί να ζηλέψουν.

Κι όμως, παρά ταύτα, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ πιστών και απίστων, που εξαγνίζει τους πρώτους και αφήνει αλύτρωτους τους δεύτερους. Γιατί ο Χριστιανισμός είναι μεταστοιχείωση του όλου ανθρώπου μπροστά στον Δημιουργό του, κι όχι ένας υπολογισμένος μοραλισμός για ώρες επίσημες.
Η διαφορά αυτή ανάμεσα σε πιστούς και απίστους μας κάνει να μιλήσουμε για ρεαλισμό των πιστών και για ναρκισσισμό των απίστων. Οι πιστοί είναι οι ρεαλισταί τις ζωής˚ αυτοί που αποδέχονται τη ζωή και την δημιουργία εν ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη προς τον Δημιουργό. Οι δε άπιστοι είναι οι αδιόρθωτοι ονειροπόλοι του βίου, που νομίζουν ότι τότε μόνο ολοκληρώνονται ως πρόσωπα σκεπτόμενα και σοβαρά, όταν έχουν την τόλμη να θέσουν τα πάντα σε αμφισβήτηση για να αρνηθούν τελικά τα πάντα.

Οι πιστοί γνωρίζουν κι αναγνωρίζουν τα περιορισμένα όρια στην ανθρώπινη γνώση και στην ανθρώπινη δύναμη και στην ανθρώπινη αρετή. και δεν υπάρχει ασφαλέστερη δύναμη από του να ξέρεις τα όριά σου.
Οι άπιστοι αντιθέτως, θεωρώντας τον εαυτό τους ως το έσχατο κριτήριο για όλα τα πράγματα, ο,τι δεν μπορούν να ελέγξουν με τη λογική τους και τις φθειρόμενες αισθήσεις τους, το απορρίπτουν και το αρνούνται.
Πως λοιπόν να καταλάβουν οι άπιστοι ο,τι η Ανάσταση και η χαρά έχουν προϋπόθεση τον Σταυρό και τον θάνατο; Πως να δεχθούν ως νικητή και χορηγό της ζωής Εκείνον που άφησε τα «εντάφια σπάργανα» και έρχεται «διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω»; Πως να αντιληφθούν τον Σταυρό ως όργανο χαράς, ζωής και αθανασίας;

Καί όμως οι ταλαίπωροι αυτοί και αγχώδεις συνάνθρωποί μας ξεχνούν τελικά ότι δεν είναι μόνο οι αλήθειες του υπερφυσικού κόσμου ακατάληπτες και ανερμήνευτες στην ανθρώπινη λογική, αλλά το ίδιο απρόσιτες κι αινιγματικές είναι συχνά και οι πραγματικότητες οι χειροπιαστές του κόσμου του φυσικού και καθημερινού. Ας μας εξηγήσουν οι λογοκράτες της απιστίας, με βάση ποιά λογική ο σπόρος, που πεθαίνει μέσα στο χώμα και σαπίζει, μπορεί να βλαστάνει σε λίγο ξανά και να πολλαπλασιάζει τη ζωή του και τη δύναμή του; Ας μας πούν με βάση ποιά λογική η μάνα μετατρέπει τις τροφές που παίρνει από την έξω φύση σε γάλα για να θρέψει το νεογνό της; Αυτά δεν είναι θαύματα εξαιρετικά και σπουδαία; Ή μήπως τα συνήθισαν, επειδή επαναλαμβάνονται διαρκώς στη φύση και στην ιστορία;

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ολόκληρη η Δημιουργία του Θεού σταυρώνεται και αναστήνεται διαρκώς, κάτω από το στοργικό βλέμμα και το έλεος του Δημιουργού της, για να μεταμορφωθεί οριστικά στο βασίλειο του ανεσπέρου φωτός, έχοντας «πρότυπο» σ’ αυτή την αναστάσιμη πορεία «τον πρωτότοκον εκ των νεκρών» και Κύριον της δόξης.

Ας αυθαδιάζουν λοιπόν όσο θέλουν η αθεία και η απιστία. Ας οργιάζουν τα συνθήματα και τα συστήματα του θανάτου. Η Εκκλησία πιστεύει στην ζωή και θα κηρύττει την ζωή, ενάντια σ’ όλες τις αντιξοότητες, τις δολιότητες και τις θνητότητες του κόσμου.

Η Εκκλησία δεν έχει εκλογή, παρά να είναι απολύτως ταυτισμένη με την αλήθεια, που είναι η Ανάσταση και η Ζωή ο Χριστός. Διαφορετικά, είναι τελείως μάταια όλα τα έργα κι όλα τα λόγια της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος το τόνισε επιγραμματικά : «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κ’ήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α΄ Κορ. 15,14).

Γιά ποιά όμως Ζωή και Ανάσταση μιλά η Εκκλησία; Όσοι δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι ο θάνατος και η Ανάστασή του Χριστού είναι τελεσίδικες και οριστικές συνέπειες για τον κόσμο, γιατί δεν ευνοεί τα σχέδιά τους, αυτοί όλοι προσπαθούν να δώσουν μυθολογικό περιεχόμενο στο κήρυγμα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν της αναγνωρίζουν δικαιώματα μήτε λόγο στα πράγματα του παρόντος κόσμου. Η Εκκλησία, λένε, πρέπει να περιορισθεί «στο αυστηρώς δικό της έργο», και εννοούν βέβαια αποκλειστικά την λατρεία.

Όμως «φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν» (Ρωμ. 1,22), διότι η λατρεία, που προέρχεται από το ελληνικώτατο λατρεύω, σημαίνει «λάτρα». Καί η λάτρα είναι μια απεριόριστη μέριμνα για να οικονομηθούν προς το συμφέρον όλες γενικώς οι ανάγκες του ανθρώπου : οι σωματικές και οι πνευματικές, οι ατομικές και οι κοινωνικές, οι υλικές και οι πολιτιστικές, οι φανερές και οι αφανείς, οι κράζουσες και επείγουσες, όπως και οι λανθάνουσες και μακροπρόθεσμες. Ο θάνατος του Χριστού δεν κατέλυσε την δύναμη του θανάτου μόνο για τα μετά τον τάφο, αλλά και για τα παρόντα.

«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.» (Κανών του Πάσχα).
Τα προ του τάφου και τα μετά τον τάφο δεν χωρίζονται, αλλ’ αντιθέτως βρίσκονται σε άμεση αιτιώδη σχέση. που θα πεί ότι ανάλογα με το πως θα ζήσει ο άνθρωπος σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, θα είναι και όσα θα ζήσει στον επέκεινα. Ο παρών κόσμος είναι στάδιο αγωνιστικό, απ’ το οποίο θα κριθεί η θέση μας στον άλλο κόσμο. Γι’ αυτό και η Εκκλησία ποτέ δεν παραθεωρεί το σώμα και τις τύχες του, αλλά το τιμά και το προστατεύει σε όλα τα δίκαια αιτήματά του, είτε είναι υλικά είτε πνευματικά.

Σ’ όλα έχει να πεί τον κατευθυντήριο λόγο της η Εκκλησία, γιατί όλα ενδιαφέρουν τον ολόκληρο και αδιαίρετο άνθρωπο. Όμως η Εκκλησία δεν κάνει πολιτική γιατί η πολιτική προϋποθέτει κόμμα, δηλαδή κομμάτι, ενώ η Εκκλησία είναι καθολική, που θα πεί για όλους και για πάντα, ιδιαίτερα δε διά τους διώκτες Της
Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα, περισσότερο από κάθε κοσμική Αρχή και Εξουσία, να ενδιαφέρεται για όλα τα θέματα του ανθρώπου και του κόσμου, γατί μόνο Αυτή πιστεύει και στού σώματος την ανάσταση, και στού κόσμου ολοκλήρου την μεταμόρφωση. Γιά τους εκτός της Εκκλησίας, αυτές οι θεμελιώδεις αλήθειες είναι φρούδες ελπίδες, που όταν δεν τις εμπαίζουν προκλητικά, τις περιφρονούν σιωπηρώς με χίλιους δυό τρόπους.

Στον Νικητή λοιπόν του σκότους και του θανάτου – του κάθε σκότους και του κάθε θανάτου - η Εκκλησία θα είναι πάντοτε πιστή, μόνο εάν θα διακονεί ολόκληρο τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου, και των εκάστοτε συνθηκών.

Με τέτοιες μόνο προϋποθέσεις και συνέπειες μπορεί η Ανάσταση του Χριστού να κηρύξει και στην εποχή μας πειστικά ότι ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού δεν ήταν άπιαστο «πνεύμα» και φάντασμα, αλλά «ο πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολος. 1,15).

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Με θερμές Πατρικές ευχές

Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ

+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου