Ο π. Γεώργιος Κρητικός είχε το χάρισμα της αφάνειας


Η ομιλία του Αρχιμ. Μεθοδίου Κρητικού 
στην εξόδιο ακολουθία του κατά σάρκα πατρός του 
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Κρητικού.

Σεβασμιώτατοι, Άγιοι Πατέρες, Σεβαστοί μου Πατέρες, συμπρεσβύτεροι και συνδιάκονοι, οσιότατοι μοναχοί και μοναχές, αγαπημένα μου αδέρφια, δεν είμαι εις θέσιν να κάνω ομιλία. Άλλωστε οι προλαλήσαντες άγγιξαν την καρδιά μας. Απλώς αυτήν την ώρα, μια ώρα που να το πω απλά και ανθρώπινα και ειλικρινά την απευχόμαστε και θέλαμε να την απωθήσουμε όσο γινότανε πιο μακριά, θέλω να εκφράσω το συναίσθημα της καρδιάς μας.

Πολλά τα συναισθήματα, οδύνη, πόνος, ίσως θλίψη, αίσθημα ορφάνιας όπως πολλοί μου το εκφράσαν από τους αδελφούς που πλημμυρίζουν αυτό το Ναό σήμερα, δέος αν θέλετε μπροστά στο μυστήριο της πορείας της ζωής. Είναι πραγματικά για πολλούς από μας και για μένα προσωπικά ιδιαίτερα μια αλλαγή σελίδας ζωής και είναι η ώρα συγκλονιστική για μένα, αλλά εκείνο το οποίο αισθάνθηκα μέσα μου τελικά ήταν από όλα αυτά τα συναισθήματα εκείνο που αναδείχθηκε και που μου έδωσε χαρά, στήριξη, ελπίδα, βεβαιότητα, ήταν ένα γλυκό αίσθημα ευγνωμοσύνης.

Ευγνωμοσύνης πρώτα προς το Θεό, που μας αξίωσε να έχουμε αυτόν τον πατέρα, που μας τον χάρισε και μάλιστα πλουσιοπάροχα πολλά χρόνια, να μην είμαστε αχάριστοι και μας τον χάρισε όλα αυτά τα χρόνια ακμαίο, τουλάχιστον πνευματικά. Ακούσατε από τον αδελφό μου πατέρα Βασίλειο, την προηγούμενη κιόλας Κυριακή με πολλή ζωντάνια μίλησε εδώ και οι τελευταίες του μέρες στο Ησυχαστήριό μας, τις δύο τελευταίες μέρες, μας έδωσαν χαρά. Ήρθε για να μείνει μαζί μας μερικές μέρες και μας έδωσε χαρά σαν πέρασε να μας αφήσει την ευλογία αυτήν την τελική, πριν την αναχώρησή του.

Να ευχαριστούμε λοιπόν που μας χάρισε ο Κύριος αυτόν τον πατέρα, αλλά να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας και προς εκείνον τον ίδιο ο οποίος ξεκινώντας εκεί από το αγαπημένο του χωριό, τον Πέλεκα κι όπως το έλεγε κοντά στην Παναγία την Οδηγήτρια και τον Άγιο Σπυρίδωνα.

Τσοπανόπουλο απλό όπως του άρεσε να το λέει, δέχτηκε αναπάντεχα, στο βάθος της καρδιάς του υπήρχε η επιθυμία της ιερωσύνης, δεν τόλμησε όμως ποτέ να το πει σε κανένα. Αναπάντεχα μια Μεγάλη Τετάρτη, στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, ο Μητροπολίτης Μεθόδιος, με τον οποίο δεν είχε ποτέ συναντηθεί, βγήκε στην πόρτα του Ιερού, πριν αρχίσει το Μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου, είχε πάει έτσι από ενδιαφέρον να δει πώς θα κάνει ο Δεσπότης το Ευχέλαιο και είδε τον νεαρό μέσα στο πλήθος και του έκανε με τον δείκτη, τον κάλεσε προς το μέρος του και πήγε εκεί και του απηύθυνε την κλίση. «Μου είπε ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής να του στείλω τέσσερα παιδιά να σπουδάσουν θεολογία και να γίνουν κληρικοί, θέλεις να πας;» Αφού τον ρώτησε προηγουμένως: «Είσαι ο Κρητικός;». γιατί δεν ήταν και σίγουρος. Και εκείνος το διηγείτο, με έπιασε φόβος, δέος, κόπηκαν τα πόδια μου και του είπε: «Σεβασμιώτατε, ό,τι πείτε εσείς».

Ήταν η καλή αρχή της πειθαρχίας του, ή μάλλον της βαθειάς του υπακοής στην Εκκλησία και στο θέλημα του Θεού. Και ήρθε νεαρός να ξεκινήσει τις σπουδές του. Ξεκίνησε από την Αθήνα για να μεταβεί στην Αμερική και τον αξίωσε ο Θεός που έβλεπε τον πόθο της καρδιάς του, εδώ στην Αθήνα, να γνωρίσει τον καθηγητή τον κατ εξοχήν, τον Άγιο Πορφύριο στην Πολυκλινική. Σπούδασε στην Αμερική, γύρισε και ξαναπήγε στην Πολυκλινική για να παραμείνει κοντά του μέχρι της κοιμήσεως του Αγίου Γέροντος και μετά από αυτήν βεβαίως με τον μυστικό τρόπο. Δέχτηκε λοιπόν την κλίση και ταπεινά ακολούθησε το θέλημα του Θεού και μας άνοιξε μπροστά μας το δρόμο της αγάπης του Θεού, το δρόμο της αλήθειας, το δρόμο της προσευχής, το δρόμο της πίστεως, το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.

Είμαστε ευγνώμονες η φυσική του οικογένεια, γιατί μας έδειξε ότι η οικογένεια δεν είναι ένας κλειστός κόσμος. Η οικογένειά μας Σεβασμιώτατοι Πατέρες και αδελφοί, ήταν μια ανοιχτή αγκαλιά. Ο πατέρας μας δεν ήταν μόνο πατέρας των τριών παιδιών, αλλά είχαμε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως αδέρφια. Η μάνα μας, ήταν μάνα όλων αυτών των παιδιών, που μπαίνανε στο σπίτι μας μικροί, μεγάλοι, μορφωμένοι, λιγότερο μορφωμένοι, παιδιά, γέροντες, άρρωστοι, φτωχοί, πλούσιοι και όλοι είχαν την θέση τους και είχαν και την θέση στην καρδιά όλων μας. Και όσο νά ναι πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι συγγενείς ήταν μόνο οι θείοι μας και τα ξαδέρφια μας, νόμιζα πως ήταν όλοι αυτοί που μπαίναν από στο σπίτι μας και πράγματι έτσι ήταν. Έτσι μάθαμε τι σημαίνει Εκκλησία, τι σημαίνει Επίσκοπος, τι σημαίνει αδερφοσύνη και ζήσαμε πράγματι και ζούμε μέχρι τώρα, αυτό το μεγάλο γεγονός της Εκκλησίας. Γιατί ο πατέρας μας ήταν πάνω από όλα Εκκλησιαστικός άνθρωπος. Έτσι όπως τον έμαθε ο Άγιος Πορφύριος. Σεβόταν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς, σεβόταν τα εκκλησιαστικά έθιμα, σεβόταν την εκκλησιαστική τάξη και όχι μόνο την σεβόταν, την αγαπούσε και την εμπιστευόταν, και αυτό ήταν ένα μεγαλείο. Κι αυτό γέμιζε την καρδιά του με φλόγα κι αυτή η φλόγα γινόταν έργο.

Τον ευγνωμονούμε τα πνευματικά του παιδιά που είμαστε κληρικοί γιατί μας δίδαξε την επιστήμη της Ιερωσύνης. Διότι ιερωσύνη είναι πατρότητα, είναι αγάπη, κι ο ιερέας πρέπει πρώτα από όλα να είναι αγκαλιά. Τους πάντες αγκαλιάζει, δέχεται χωρίς βέβαια να κολακεύει, χωρίς βέβαια να ανέχεται πράγματα τα οποία παρεκτρέπουν από την οδό. Ένα περίεργο πράγμα, ενώ ήταν αυστηρός και πολλές φορές αρκετά αυστηρός, όμως τον υπεραγαπούσαμε όλοι και τα φυσικά του παιδιά και τα πνευματικά του παιδιά, γιατί είχε αγάπη, γιατί ήταν πατέρας.

Μου είπε ο Σεβασμιώτατος Άγιος Δημητριάδος, την ώρα που με χαιρετούσε εδώ: «Ήταν πατέρας όλων μας». Και με συγκίνησε ο λόγος του ιδιαίτερα. Ήταν πατέρας όλων μας. Αυτό δίδαξε σε μας, την πολυπληθή ομάδα ιερέων, κληρικών, πνευματικών του τέκνων.

Τον ευγνωμονούμε τα πνευματικά του τέκνα που είμαστε μοναχοί. Γιατί μας έδειξε την ορθή οδό του Μοναχισμού. Αν θέλετε να γίνετε μοναχοί, θα αγαπήσετε τον Χριστό με όλη σας την καρδιά. Δεν θα το κάνετε, ούτε για το ωραίο Μοναστήρι, ούτε για τον Γέροντα, ούτε για τίποτε άλλο που είναι παροδικό, αλλά γιατί αγαπήσατε το Χριστό.

Και προσευχόταν θερμά γι’ αυτό. Θυμάμαι τα βράδια μετά το απόδειπνο που κάναμε οικογενειακώς, να παραμένει ώρα πολλή στο εικονοστάσι. Και αργότερα έμαθα ότι εκείνη την ώρα προσευχόταν για όλους και ιδιαίτερα για τους μοναχούς και μοναχές που προέρχονταν από τα πνευματικά του παιδιά ή που ήδη ήταν πνευματικά του παιδιά, να τους εμπνέει το αγγελικό πολίτευμα, το οποίο υπεραγαπούσε και σεβόταν.

Τον ευγνωμονούμε γιατί μας δίδαξε την ταπείνωση και την αφάνεια. Ένας εκ των κληρικών πνευματικών του τέκνων, μας είπε: «Τελικά ο πατέρας είχε το χάρισμα της αφάνειας». Το οποίο καλλιεργούσε χωρίς κόπο, έβγαινε φυσικά από μέσα του, αλλά με πολλή προσευχή.

Πίστευε ότι δεν ήταν άξιος για καμιά τιμή. Ήταν βίωμά του συνεχώς ότι εκείνο που όφειλε να κάνει έκανε και το θεωρούσε ιδιαίτερα εύνοια του Θεού πως ενώ έλεγε ήταν τόσο ανάξιος, ο Θεός τον αξίωσε όλων αυτών των ευλογιών. Γι’ αυτό και δεν ήθελε τον έπαινο, δεν ήθελε την προβολή. Πολλοί το γνωρίζουν, πολλοί θέλησαν να τον τιμήσουν από αγάπη ειλικρινή. Αλλά σκόνταψαν. Σκόνταψαν στην ανυποχώρητη αντίστασή του. Ήταν μία από τις σπάνιες φορές που είπε αυστηρό λόγο, όταν πληροφορήθηκε ότι τα πνευματικά του τέκνα ετοίμαζαν να κάνουν μια τιμητική εκδήλωση με τον πατέρα Βασίλειο προεστότα, για να τιμήσουν την 50ετία της Ιερωσύνης του. Και όταν το πληροφορήθηκε, είπε ένα βαρύ λόγο επιτημίου, εάν τυχόν προχωρούσε αυτή η εκδήλωση. Και όταν του είπαμε ότι ο λόγος σου ήταν βαρύς, γιατί τον είπατε πατέρα; «Ε, νομίζεις ότι δεν τους αγαπάω, αλλά έτσι έπρεπε να τους πω, γιατί αλλιώς δεν θα σταματούσε αυτή η κίνηση».

Μας δίδαξε λοιπόν την αφάνεια, μας δίδαξε πολλά και προπάντων την αγάπη για τον λόγο του Θεού. Αυθόρμητα μελετούσε τον λόγο του Θεού, μέχρι τελευταία στιγμή, από όλα τα βιβλία της Εκκλησίας μας. Και χαρά του ήταν να μεταδίδει αυτό που διάβαζε. Πόσες φορές, τώρα, βεβαρημένος από τα γηρατειά, με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: «Διάβασες το τάδε σημείο σήμερα στον κανόνα του μηναίου, τι έλεγε, είδες πόσο ωραίο ήταν εκείνο το σημείο». Και ήθελε να το μεταδίδει. «Ουαί μη αμνοί ευαγγελίζομαι» έλεγε κι ήταν το σύνθημα της ζωής του. την αγάπη στο λόγο του Θεού, αλλά και στην εφαρμογή του λόγου του Θεού. Επαναλάμβανε σταθερά ό,τι δεν είναι μόνο οι ακροατές αλλά και εκείνοι που τηρούν τον λόγο του Θεού, δίκαιοι παρά τω Θεώ.

Τι να πως και τι να πρωτοθυμηθώ.

Όλα του ήτανε σωστά, όλα του ήταν μετρημένα και διακριτικά. Ακόμα και ο θυμός του όπως προελέχθη. Ακόμη και ο έλεγχός. Γιατί όλα πήγαζαν από αγάπη και γίνονταν με ειλικρίνεια και ήταν όλα εποικοδομητικά. Όλα μας ζέσταιναν, μας έκαναν να αισθανόμαστε ασφάλεια. Μια ασφάλεια που ίσως τώρα νομίζουμε ότι την χάνουμε. Μου είπαν οι αδερφές μου: «Όταν έφυγε η μάνα μας νοιώσαμε πόνο, τώρα νοιώθουμε απώλεια».

Αλλά το αίσθημα της ευγνωμοσύνης που είπα, είναι ακόμα μεγαλύτερο, γιατί αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε ορφανοί.

Λέει στο βιβλίο της Γενέσεως, ότι ο Ιακώβ αφού δίδαξε, συμβούλεψε, παρότρυνε τα παιδιά του, άπλωσε τα πόδια του στο κρεβάτι κι εξέλειπεν και προσετέθη στον λαόν Αυτού. Ο πατέρας μας φαινομενικά έκλεισε το στόμα του κι έφυγε από κοντά μας. Αλλά είμαστε βέβαιοι ότι προσετέθη εις τον λαόν Αυτού. Και ο λαός Αυτού ήταν η Παναγία μας, ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Άγιος Πορφύριος, ο Άγιος Σπυρίδωνας, όλοι οι άγιοι που υπεραγαπούσε και προσπαθούσε να μιμηθεί.

Βεβαρημένος από τα γηρατειά ήταν όλο και περισσότερο προσευχόμενος. Σχεδόν συνεχώς προσευχόμενος. Και το βάρος των γηρατειών δεν τον εμπόδιζε όταν τον πλησιάζαμε να μοιραστούμε μαζί τον πόνο μας, την αγωνία μας ή την χαρά μας. Να μας σταθεί δίπλα. Και να εκδηλώσει την συμμετοχή του σ’ αυτό, να μειώσει τον πόνο, την αγωνία και να μεγαλώσει την χαρά μας.

Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες πατέρα γι’ αυτό και δεν νομίζω ότι είναι τυχαία η μέρα που ψάλλεται η εξόδιος ακολουθία σου. Είναι η ημέρα του Προφήτη Ηλία, του πυρφόρου προφήτη. Γιατί πάντα στην σκέψη μας θα είναι η καρδιά σου σαν μια πυρκαγιά αγάπης για μας τους ανθρώπους, σαν ένας ζήλος συνεχώς για το θέλημα του Θεού, για την προαγωγή της σωτηρίας μας. Και δεν θα πάψει να αντηχεί στα αυτιά μας, αυτό που μας έλεγες και στις χαρές και στις λύπες και στις δύσκολες στιγμές, σε κάθε περίπτωση, μας έλεγες: «Παιδί μου Ζει Κύριος ο Θεός». Η αγάπη «ουδέποτε επίπτει», γι’αυτό είμαστε βέβαιοι. Ζει Κύριος ο Θεός και αυτός που ζει, μας υποσχέθηκε ότι ζουν και εκείνοι που τον αγάπησαν και τον υπηρέτησαν.

Γι’ αυτό είμαστε βέβαιοι ότι ζεις κι εσύ και είσαι κοντά μας. Θα προσεύχεσαι και θα μας συμπαραστέκεσαι. Δεν έφυγες, πήγες στον ουρανό. Και η αγάπη σου θα μας συνοδεύει.

Θέλω να ευχαριστήσω εκείνους όλους οι οποίοι του έδωσαν χαρά στη ζωή του, γιατί έδωσε αγάπη, αλλά και έλαβε. Το πλήθος των πνευματικών του παιδιών, το πλήθος των μοναχών, τα παιδιά της ΧΑΕΕ ΧΟΝ και τους μεγαλυτέρους από τους οποίους απευθύνθηκε ο χαιρετισμός, τους αδερφούς τους συμπρεσβυτέρους, ιδιαίτερα τους Επισκόπους τους οποίους υπηρέτησε, οι οποίοι τον είδαν με σεβασμό και δέχτηκαν τον σεβασμό και την αγάπη του.

Μου τηλεφώνησε ο Γέροντας ο Μητροπολίτης πρώην Πειραιώς Καλλίνικος και μου μίλησε με πολλή αγάπη. Θυμάμαι ότι έρχονταν συχνά και έλεγε ότι ο παπά Γιώργης είναι Πατριάρχης. Και εκείνος ντρεπόταν που το άκουγε. Τι μου λέει τώρα, είμαι Πατριάρχης. Αλλά εκείνος το πίστευε και μου το επιβεβαίωνε σε κάθε περίπτωση. Και τώρα εσείς Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα μας Σεραφείμ, τον αγκαλιάσατε υιικά, με την αγάπη σας και με τον σεβασμό σας. Και όταν του μετέφερα τις ευχές σας, χάρηκε πολλή τις τελευταίες μέρες της ασθενείας του. Όσο για τον Άγιο Δημητριάδος, εξέφρασε εκείνος με αυτό που σας είπα προηγουμένως.

Ευχαριστούμε τους πατέρες της Ενορίας των Αγίων Αναργύρων που στάθηκαν το γλυκό στήριγμα στα γηρατειά του και τον κράτησαν σωματικά ώστε να μπορεί να διακονεί πνευματικά μέχρι σχεδόν την ημέρα του θανάτου του.

Να ευχαριστήσω τα κατά σάρκα αδέρφια μου, που κυρίως τον υπηρέτησαν τα τελευταία χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας μας. Να ευχαριστήσω και όλους και να διαβεβαιώσω ότι η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και η αγάπη μας είναι δύναμη και θα μας ενώνει, θα μας στηρίζει και θα μας υποδεικνύει την αλήθεια της πίστεώς μας στον Χριστό και στην Ανάσταση.

το διαβάσαμε στο... synodoiporia.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου